τραγόδερμα

τραγόδερμα
το козья шкура

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "τραγόδερμα" в других словарях:

  • τραγόδερμα — το, Ν δέρμα τράγου, τράγειά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + δέρμα] …   Dictionary of Greek

  • δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα …   Dictionary of Greek

  • τραγοτόμαρο — το, Ν το τραγόδερμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράγος + τομάρι] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»